- μυθογράφῳ
- μῡθογράφῳ , μυθογράφοςwriter of legendsmasc dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μυθογραφώ — (Α μυθογραφῶ, έω) [μυθογράφος] συνθέτω μύθους («τὰ περὶ τὴν Ὀδυσσέως πλάνην μυθογραφήσαντος τοῡτον τὸν τρόπον», Στράβ.) νεοελλ. συλλέγω μύθους από προφορικές αφηγήσεις ατόμων, τούς καταγράφω και ασχολούμαι συστηματικά με τη μελέτη και την… … Dictionary of Greek